- ἄκουσας
- ἄ̱κουσας , ἀκούωhearaor ind act 2nd sg (doric aeolic)ἀκούωhearaor ind act 2nd sg (epic doric ionic aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἀκούσας — ἀ̱κούσᾱς , ἀέκων involuntary fem acc pl (attic epic doric ionic) ἀ̱κούσᾱς , ἀέκων involuntary fem gen sg (attic doric) ἀκούσᾱς , ἀκέω pres part act fem acc pl (attic epic doric) ἀκούσᾱς , ἀκέω pres part act fem gen sg (doric) ἀκούσᾱς , ἀκούω … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Differences between codices Sinaiticus and Vaticanus — Codex Sinaiticus and Codex Vaticanus, two of great uncial codices, representatives of the Alexandrian text type, are considered excellent manuscript witnesses of the text of the New Testament. Most critical editions of the Greek New Testament… … Wikipedia
MENOECEUS — iuvenis Thebanus, Creontis fil. qui, cum Thebanis eô tempore, quô ab Argivis obsidebantur, redditum esset oraculum, urbem salvam fore, si ultimus ex Cadmi posteris spontaneâ se morte manibus eius devoveret, intelligens, oraculum illud ad se… … Hofmann J. Lexicon universale
NILUS — I. NILUS Aegypti Episcopus exustus, sub Diocletiano. Vide Lactantium, l. 5. c. 11: II. NILUS Africae fluv. celeberrimus, ut Asiae Ganges, et Indus, atque Europae Danubius. Plurima eius ab antiquis perhibentur, et celebrantur nomina. Nam et… … Hofmann J. Lexicon universale
ήδομαι — ἥδομαι, δωρ. τ. ἅδομαι, αιολ. τ. ἄδομαι (Α) 1. (με μτχ.) ευχαριστούμαι, ευφραίνομαι, αισθάνομαι τέρψη («ἥσθη ἀκούσας» με ευχαρίστηση άκουσε, Ηρόδ.) 2. (με αιτ. και μτχ.) χαίρομαι («ἥσθην πατέρα τὸν ἀμὸν εὐλογοῡντά σε» με χαρά σε άκουσα να… … Dictionary of Greek
ισόψηφος — η, ο (ΑΜ ἰσόψηφος, ον) αυτός που παίρνει ίσο αριθμό ψήφων με κάποιον άλλο αρχ. 1. αυτός που έχει ίση ψήφο με άλλους, αυτός που έχει ίση δύναμη 2. αυτός που έχει την ίδια βαρύτητα, την ίδια επισημότητα με κάποιον άλλο 3. (για λέξεις ή στίχους)… … Dictionary of Greek
κατοικτείρω — και κατοικτίρω (ΑΜ) 1. αισθάνομαι οίκτο για κάποιον, ευσπλαγχνίζομαι κάποιον («Κροῑσος δὲ τούτων ἀκούσας τόν τε Ἄδρηστον κατοικτείρει», Ηρόδ.) 2. δείχνω συμπάθεια, συμπαθώ («κατοικτείραντα ἐρωτᾶν» να ρωτήσει με συμπάθεια, Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < … Dictionary of Greek
κρίση — I (Οικον.). Στην οικονομική ζωή, η κ. ανταποκρίνεται σε μια περίοδο οικονομικών δυσχερειών, αντίθετη προς τη φάση της ευημερίας. Στις εκβιομηχανισμένες οικονομίες, η κ. εμφανίζεται ως μία από τις επαναλαμβανόμενες φάσεις του οικονομικού κύκλου.… … Dictionary of Greek
μαλακίζομαι — (AM μαλακίζομαι) [μαλακός] αυνανίζομαι νεοελλ. 1. κάνω βλακώδεις ενέργειες 2. περνώ άσκοπα τον καιρό μου 3. ενεργ. μαλακίζω αυνανίζω κάποιον 4. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) μαλακισμένος, η, ο α) αποβλακωμένος από τον αυνανισμό β) βλάκας,… … Dictionary of Greek
ομοκλητήρ — ὁμοκλητήρ, ῆρος, ὁ (ΑΜ, Α θηλ. ὁμοκλήτειρα) αυτός που παροτρύνει, που προτρέπει κάποιον με απειλές («μή τις ὀπίσσω τετράφθω προτὶ νῆας, ὁμοκλητῆρος ἀκούσας», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὁμοκλάω, έω + επίθημα τηρ (πρβλ. φρουρη τήρ)] … Dictionary of Greek